Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ομιλία Αστέριου Ι. Κουκούδη στη Βέροια για την ένταξη των Βεργιάνων Βλάχων στην Ελληνική Πολιτεία


Ομιλία με θέμα "Η ένταξη των Βεργιάνων Βλάχων στην Ελληνική Πολιτεία: προκλήσεις, αποκλίσεις και επιπτώσεις", (1912-1940) πραγματοποίησε ο Αστέριος Ι. Κουκούδης το βράδυ της Δευτέρας στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Βέροια.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Πολιτιστικού Ομίλου Ξηρολιβάδου και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Βέροιας "Θεανώ Ζωγιοπούλου"

Κουκούδης Αστέριος, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Βέροιας



Η ομιλία του κ. Αστέριου Ι. Κουκούδη

Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων της ευρύτερης περιοχής της Βέροιας ήταν ελεύθερες να συνεχίσουν τη δράση τους με ιδιαίτερη άνεση. Οι σχετικές διπλωματικές πιέσεις της Ρουμανίας και η αποδοχή μεγάλου μέρους των απαιτήσεών της από το Βενιζέλο, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, παρείχαν τα απαραίτητα εχέγγυα. Οι διασπαστικές βλάχικες και όχι ρουμανικές κοινότητες, που είχαν σκόπιμα αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν, ουσιαστικά με τη συγκατάθεση του επίσημου ελληνικού κράτους, στις λεγόμενες «κουτσοβλαχικές» κοινότητες των διπλωματικών εγγράφων υπό ρουμανική αρωγή και προστασία . Αν και στην πράξη, θα μπορούσαν κανείς να τις χαρακτηρίσει πραγματικές, ρουμανικές, μειονοτικές κοινότητες.
Καθώς η νέα ελληνική διοίκηση παγιωνόταν και οι διπλωματικές συμφωνίες είχαν καθοριστεί και γνωστοποιηθεί, οι ρουμανοδάσκαλοι κι άλλα στελέχη της προπαγανδιστικής κίνησης επέτρεψαν στις έδρες τους και ανέκοψαν ένα πρωταρχικό κλίμα συλλογικής επανένταξης των ρουμαντιζόντων στην ελληνική παράταξη. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1913, ασκούσαν πιέσεις στις τοπικές αρχές για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων3 . Κάποιες φορές, μάλιστα, εκδήλωναν συμπεριφορά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προκλητική και αλαζονική απέναντι στις νέες ελληνικές αρχές, επικαλούμενοι τις συμφωνίες και τα δικαιώματα που τους παρείχαν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αρχών, στα 1915, πολλοί ρουμανίζοντες αισθάνονταν τέτοια άνεση και ασφάλεια ώστε εμφάνιζαν, σταδιακά, τα όποια κεφάλαιά τους και προχωρούσαν σε αγορές περιουσιών μουσουλμάνων της περιοχής που αναχωρούσαν από τη νέα ελληνική επικράτεια. Επισημάνθηκε, μάλιστα, και μία προσαύξηση του μαθητικού δυναμικού των τοπικών ρουμανικών σχολείων.

Είναι βέβαιο πως, οι χειρισμοί του Βενιζέλου δεν έτυχαν της καθολικής υποστήριξης των τότε πολιτικών παραγόντων της χώρας και ο ίδιος κατηγορήθηκε πως με τους χειρισμούς του έδωσε επισημότερη διάσταση σε ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Είναι ενδεικτικό πως, ο πρώην υπουργός εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης, γνώστης του Μακεδονικού Ζητήματος και των παραγώγων του κι ο οποίος είχε, μόλις, διοριστεί στη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των διπλωματικών χειρισμών προβλημάτισαν πολύ περισσότερο τις τοπικές κοινωνίες και τις οδήγησαν σε ακόμη σοβαρότερη σύγχυση των καταστάσεων. Οι ελληνόφρονες ή γραικομάνοι Βλάχοι, δηλαδή η μερίδα που, τις προηγούμενες δεκαετίας, είχε παραμείνει προσηλωμένη στα ελληνικά εθνικά ιδεολογήματα και που, κατά την περίοδο της αιματηρής αντιπαράθεσης του Μακεδονικού Αγώνα, ενεπλάκη υπέρ της Ελλάδας και είχε θρηνήσει θύματα από τη δράση των ρουμανιζόντων, αδυνατούσε να κατανοήσει τις εξελίξεις. Έχοντας βιώσει στιγμές πραγματικής εμφύλιας σύρραξης, έβλεπαν τους αντιπάλους τους να δικαιώνονται, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το ελληνικό κράτος. Ένα αίσθημα προδοσίας ήταν, μάλλον, αναμενόμενο και κατανοητό καθώς δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις. Είναι προφανές πως αντέδρασαν και προχώρησαν σε προστριβές με τους ρουμανίζοντες. Οι νέες ελληνικές αρχές βρέθηκαν μπροστά σε ένα κλίμα έτοιμο να εκραγεί και υπό την πίεση των ρουμανικών διπλωματικών εκπροσώπων φέρονται να κινητοποίησαν τον τότε μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης ο οποίος ανέλαβε να εξομαλύνει τα πνεύματα. Παρουσιάζεται να άσκησε πιέσεις στους ελληνόφρονες ώστε να υπαναχωρήσουν και να κατανοήσουν πως η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που παραχωρούσε εκπαιδευτικά, εκκλησιαστικά και άλλα δικαιώματα στις διασπαστικές κοινότητες των ρουμανιζόντων, οφειλόταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δε θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως προδοσία του αγώνα που είχαν δώσει . Παρά την επιφανειακή ηρεμία που επικράτησε, κυρίως λόγω της εμπλοκής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ένταση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις εξακολουθούσε να υποβόσκει. Έτσι, στις 22 Αυγούστου του 1920, η πλειοψηφούσα ομάδα στο Κάτω Βέρμιο (Κάτω Σέλι), που παρέμενε ταυτισμένη με τα ελληνικά συμφέροντα, εξέφρασε επίσημα και εγγράφως προς τις αρχές την αντίθεσή της απέναντι στην απαράδεκτη για αυτούς κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό. Ανέφεραν πως από τις 250 οικογένειες της κεντρικής συνοικίας μόνο 25 παρουσιάζονταν ως ρουμανίζουσες. Οι λίγες αυτές οικογένειες απέκλειαν την πλειοψηφία από τη χρήση του μεγάλου σχολικού κτιρίου και από τη λειτουργία στα ελληνικά στην εκκλησία της Παναγίας, αν και όπως ανέφεραν η εκκλησία είχε κτιστεί από την πρωταρχική συλλογική ελληνορθόδοξη κοινότητα του χωριού με σχετικό οθωμανικό φιρμάνι του 1874. Θέλοντας, λοιπόν, να μορφωθούν τα παιδιά τους στα ελληνικά, αναγκάζονταν να τα στέλνουν στο μικρό παλιό και πολυπληθές ελληνικό σχολείο στη συνοικία της Μαρούσιας. Για να λειτουργηθούν στην ελληνική γλώσσα αναγκάζονταν να πηγαίνουν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην ίδια συνοικία. Το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν οι αρχές, ώστε να μετριάσουν τις διαμαρτυρίες, ήταν να κτίσουν ένα νέο σχολείο για τις εκπαιδευτικές ανάγκες της πλειοψηφίας στα ελληνικά. Ζήτησαν, μάλιστα, για εθνικούς λόγους, την κατανόηση και την ανοχή των ελληνοφρόνων, καθώς βάση των συμφωνιών δεν μπορούσαν να σταματήσουν τη λειτουργία της εκκλησίας της Παναγίας στα ρουμανικά7 .

Κατά παράδοξο τρόπο, για την πλειοψηφία των Βλάχων στη Μακεδονία η ικανοποίηση από την απελευθέρωση συμπορεύτηκε από αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης για τις αναπάντεχες και ανεξήγητες για αυτούς εξελίξεις. Έτσι, μπορούμε να ερμηνεύσουμε ευκολότερα το πώς και το γιατί μεγάλη μερίδα των Βλάχων θεώρησε τον ίδιο το Βενιζέλο ως κύριο υπεύθυνο για τη διαιώνιση των προβλημάτων, των αντιπαραθέσεων και των εντάσεων με αποτέλεσμα να θεωρούνται και, πολλές φορές, να αντιμετωπίζονται ως ψηφοφόροι και υποστηρικτές των αντιπάλων του. Όποιο και αν ήταν τελικά το συλλογικό εθνικό συμφέρον για το οποίο θυσιάστηκαν, οι κοινωνίες τους συνέχισαν να βιώνουν τα αποτελέσματα των χειρισμών του για τρεις και πλέον δεκαετίες. Το περίφημο ανάθεμα στα βλάχικα, «φόκλου σ πίρα σ' λου άρντα Βενιζέλου, η φωτιά να κάψει το Βενιζέλο», δεν είχε να κάνει απλά και μόνο με (1ον) την επίσημη ελληνική αναγνώριση των διχαστικών, διασπαστικών κοινοτήτων των ρουμανιζόντων. Υπήρχαν κι άλλες εξίσου σοβαρές αιτίες, όπως (2ον) η κομματική - πολιτική αδιαφορία για την τύχη των Βλάχων προσφύγων από την Πελαγονία , τόσο πριν όσο και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κλίμα επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο από (3ον) τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις που βίωσαν, κυρίως, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, ως απόρροια των επιτακτικών αναγκών για την αποκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής μετά το 1922. Και τέλος, (4ον) το ρόλο της έπαιξε και η συγκατάθεση του Βενιζέλου για την ομαδική μεταναστευτική έξοδο πολλών Βλάχων της περιοχής προς τη Ρουμανία.

Δυστυχώς, η εμπλοκή της χώρας σε συνεχείς πολιτικές, πολεμικές και άλλες περιπέτειες, για μια και πλέον δεκαετία μετά την απελευθέρωση, ανέβαλε την αντιμετώπιση θεμάτων κρατικής μέριμνας και περίθαλψης. Η κατάσταση της εκπαίδευσης, της υγείας και της δημόσιας ασφάλειας παρέμενε στάσιμη, όπως πριν το 1912. Σε μερικές περιπτώσεις η κατάσταση της εκπαίδευσης ήταν τόσο άθλια, ώστε ακόμη και ελληνόφρονες Βλάχοι, που δεν έτρεφαν την παραμικρή συμπάθεια προς τη Ρουμανία, προκειμένου να μείνουν τα παιδιά τους αγράμματα τα έστελναν στα ρουμανικά σχολεία, λόγω των αδυναμιών της ελληνικής εκπαίδευσης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία, οι δελεαστικές οικονομικές και υλικές παροχές των ρουμανικών σχολείων προσέλκυαν ένα σημαντικό ποσοστό σε αυτά.

Στα 1923, η Βέροια θεωρούταν πια κέντρο διάδοσης της ρουμανικής γλώσσας και των ρουμανικών ιδεών όχι μόνο ανάμεσα στους Βλάχους της περιοχής, αλλά και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σύμφωνα με έκθεση του τότε γενικού επιθεωρητή της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Βέροιας, το βλάχικο στοιχείο της περιοχής παρουσίαζε «σωματικόν οργανισμόν ακμαίο και πλήρες υγείας, ενδιαφερόταν πολύ για τη μόρφωση των παιδιών του». Εκείνη τη χρονιά 270 βλαχόπουλα φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία της πόλης και 600 στα ρουμανικά. Το ρουμανικό κράτος συντηρούσε στην πόλη εξατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων με 116 μαθητές και 6 εκπαιδευτικούς, εξατάξιο δημοτικό σχολείο θηλέων με 80 μαθητές, 151 μαθήτριες και 4 εκπαιδευτικούς και νηπιαγωγείο με 30 μαθητές, 15 μαθήτριες και 2 εκπαιδευτικούς. Έξω από τη Βέροια ρουμανικό σχολείο φέρεται να λειτουργούσε τότε μόνο στην Κουμαριά με 51 μαθητές, 46 μαθήτριες και 4 εκπαιδευτικούς. Καθώς το ελληνικό γυμνάσιο της πόλης υστερούσε κατά πολύ του ρουμανικού γυμνασίου - της εμπορικής σχολής στη Θεσσαλονίκη, 40 περίπου βλαχόπουλα από τη Βέροια και την περιοχή της φοιτούσαν εκεί και μόνο 5 περίπου στο τοπικό ελληνικό γυμνάσιο. Σε αντιστάθμισμα της τακτικής που ακολουθούσε η προπαγάνδα για τη στρατολόγηση των βλαχόπουλων και για την προσέλκυσή τους στο ελληνικό γυμνάσιο πρότεινε:«1ονατελή εγγραφή, 2ονδιδακτικά βιβλία δωρεάν υπό σχολικής επιτροπής, 3ονποικίλα δώρα οίον εκλεκτά βιβλία, ενδύματα κ.λ.π. και κυβερνητική χορήγηση δια τους τυχόν απόρους, 4ονδαψιλείς υποτροφίαι εις ικανό αριθμό τοιούτων βλαχοφώνων μαθητών, 5ονδιάκρισιν βαθμολογίας επί το επιεικέστερον των μαθητών τούτων. Σημαντικότερο δε μέτρο, ίσως υπέρτερον πάντων των ανωτέρω κρίνω την ανύψωσιν του γυμνασίου Βερροίας εις περιωπήν προτύπως λειτουργούντος σχολείου». Χαρακτηριστική ήταν και η συλλογικότερη εκτίμησή του για τους Βλάχους της περιοχής πως «οι ρουμανίζοντες εκ των Βλαχοφώνων, αν και ολίγοι και ιδίως εν τη περιοχή Βεροίας, αποτελούσι κοινότητα ουχί ευκαταφρόνητον ενισχυόμενοι δια σχολείων και όλων των άλλων μέσων προπαγάνδας και μισούν παν το ελληνικόν. Όλως αντιθέτως προς αυτούς οι ελληνίζοντες Βλαχόφωνοι, αν και ούτε περί των σχολείων, ούτε περί της καθόλου πνευματικής αυτών αναδείξεως ελήφθη φροντίς, εργάζονται ως αληθείς Έλληνες και αποτελούν εθνική δύναμιν. Δεν έπεται όμως εκ τούτου ότι δια τους δευτέρους δεν είναι επιβεβλημένη η κρατική πρόνοια και υποστήριξις ιδίως ό,τι αφορά την εκπαίδευσιν αυτών».

Τον Απρίλιο του 1925, ο ρουμανίζων ιερέας Δημήτριος Πάντσης συνάντησε στο δρόμο και χαιρέτησε όπως άρμοζε το μητροπολίτη Βεροίας Σωφρόνιο Σταμούλη. Όταν ο ιερέας συστήθηκε στο μητροπολίτη, αυτός φέρεται να του μίλησε άσχημα λέγοντάς του «φύγε κατηραμένε, φύγε αφορισμένε, δεν είσαι ορθόδοξος». Το γεγονός θεωρήθηκε προσβλητικό από τη ρουμανίζουσα κοινότητα της πόλης και οι εκπρόσωποί της απέστειλαν ενημερωτική επιστολή στο ρουμανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους. Ανάλογα επεισόδια, πολλές φορές άνευ ουσίας, προσέφεραν αφορμές για εντάσεις κι ως αποτέλεσμα οι τοπικοί παράγοντες της ρουμανικής κίνησης φρόντιζαν να τα εκμεταλλεύονται και οι ρουμανικοί διπλωματικοί κύκλοι να τα αξιοποιούν. Το δυστύχημα ήταν πως, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και Βλάχοι που ταυτίζονταν με τα ελληνικά συμφέροντα υπήρξαν θύματα διακρίσεων.

Είναι γεγονός πως, μετά το 1922, οι τεράστιες, επιτακτικές ανάγκες για την αποκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων είχαν σοβαρές, παράπλευρες επιπτώσεις στην οικονομία των Βλάχων, ιδιαίτερα αυτών της Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξακολουθούσαν να ζουν ή να εξαρτώνται από την ακμάζουσα, μέχρι τότε, κτηνοτροφία του τροπαλισμού. Οι μεγάλες, ακαλλιέργητες, χορτολιβαδικές εκτάσεις όπου ανέπτυσσαν τα παραδοσιακά χειμαδιά τους παραχωρήθηκαν, αναγκαστικά, για την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων και των γηγενών ακτημόνων, παραβλέποντας, όμως, τις ανάγκες των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και μη. Η έλλειψη χειμαδιών οδήγησε σε διάσπαση τα μεγάλα τσελιγκάτα και αρκετές φορές σε οριστική διάλυση. Για τους μεγαλοτσελιγκάδες αυτό σήμαινε πτώση του κύρους τους και μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις. Όμως, για τις φτωχές οικογένειες των υποτακτικών και των μικρών σμικτών αυτό σήμαινε οικονομική εξαθλίωση και προβλήματα επιβίωσης. Λίγοι ήταν εκείνοι που επωφελήθηκαν από την αγροτική μεταρρύθμιση, που επιβλήθηκε τότε εκ των πραγμάτων, και οι οποίοι απέκτησαν αγροτικούς κλήρους. Αυτό συνέβη όχι μόνο εξ αιτίας της παραδοσιακής αποστροφής που έτρεφαν για τη γεωργία αλλά και λόγω του αποκλεισμού τους από την παροχή κλήρων, καθώς προτεραιότητα αγροτικής αποκατάστασης είχαν οι παραδοσιακοί καλλιεργητές, πρόσφυγες ή γηγενείς, κι όχι οι νομαδοκτηνοτρόφοι . Επιπλέον, οι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον έντονο ανταγωνισμό των ικανών και δραστήριων προσφύγων συναδέλφων τους.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30, σημειώθηκαν τα κύματα ομαδικής και οργανωμένης μετανάστευσης προς τη Ρουμανία. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει την άποψη πως, σε τελική ανάλυση, οι πολιτικοί ιθύνοντες στο Βουκουρέστι αντιμετώπιζαν τους βλάχικους πληθυσμούς στη νότια Βαλκανική ως αντικείμενο ή ως μοχλό συνδιαλλαγής μέσα στις ραγδαίες βαλκανικές εξελίξεις και ανακατατάξεις, στα τέλη του 19ουκαι τις αρχές του 20ουαιώνα. Έτσι καθίσταται μοιραία η επαλήθευση της προφητικής αναφοράς του 1907 του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη πως για τη Ρουμανία «πρωτεύει η γνωστή ήδη μελετωμένη συνεννόησις προς την Βουλγαρίας περί ανταλλαγής του βορειοανατολικού τμήματος ταύτης [Νότια Δοβρουτσά] αντί των διεσπαρμένων εν τη Ελληνική Χερσονήσω Κουτσοβλάχων».

Πουθενά αλλού στην Ελλάδα η τότε μεταναστευτική κίνηση προς τη Ρουμανία δεν πήρε τόσο σοβαρή διάσταση όσο ανάμεσα στους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας. Ενδεικτικό του τοπικού χαρακτήρα της μετανάστευσης είναι το γεγονός πως δε σημειώθηκε κάτι ανάλογο στα βλαχοχώρια των Γρεβενών και αυτό γιατί η αποκατάσταση προσφύγων στη Θεσσαλία δε φαίνεται να επηρέασε τόσο σοβαρά τα δικά τους παραδοσιακά χειμαδιά και την οικονομία τους. Σύμφωνα, μάλιστα, με ζωντανές μέχρι και σήμερα παραδόσεις, που επιβεβαιώνονται κι από στοιχεία αρχειακών πηγών, οι Γρεβενιώτες Βλάχοι είχαν την προνοητικότητα να εξετάσουν και να ελέγξουν προσεκτικά τις προτάσεις και τις συνθήκες για τη μετανάστευση και την αποκατάσταση στη Δοβρουτσά . Ιδιαίτερα αδιάφορες απέναντι σε αυτές τις προτάσεις στάθηκαν βλάχικες κοινότητες κι ομάδες με εμποροβιοτεχνικό ή και αστικό προσανατολισμό. Ακόμη πιο ενδεικτική ήταν η αδιαφορία των βλάχικων κοινοτήτων που τις χαρακτήριζε μια διαχρονικά σταθερή προσήλωση στα ελληνικά εθνικά ιδεολογήματα, όπως στην περίπτωση των Βλάχων της περιοχής του Ολύμπου.

Τελικά, όσο σοβαρές κι αν ήταν οι επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό για τη χρήση της γης στα πεδινά, αυτές μοιάζει να αποτέλεσαν περισσότερο μια προβαλλόμενη επίφαση, καθώς πίσω τους κρύβονταν κι άλλες εξίσου ή περισσότερο σοβαρές αιτίες. Είναι σαφές πως υπήρξαν κι άλλοι παράγοντες που υποκίνησαν ή που ενίσχυσαν τη μεταναστευτική τάση. Όπως (1ον) η ανάγκη της Ρουμανίας να εποικίσει την περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς (Καντριλατέρ), που είχε κατοχυρώσει οριστικά 1919 σε βάρος της Βουλγαρίας. (2ον) Η δράση ρουμανιζόντων καιροσκόπων και κερδοσκόπων, που στόχευαν σε προσωπικά οικονομικά οφέλη, κυρίως, από την εκποίηση των περιουσιών αυτών που έφευγαν. (3ον) Η αδιαφορία αν όχι η συγκατάθεση των ελληνικών αρχών που παρουσιάζονται να διευκόλυναν τη μεταναστευτική κίνηση, έτσι ώστε να απαλλαχθούν από την παρουσία ενός μεγάλου αριθμού ρουμανιζόντων. Πόσοι ήταν οι Βλάχοι της περιοχής της Βέροιας που έφυγαν αυτή την περίοδο για τη Ρουμανία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Αναμνήσεις των γεγονότων μας μεταφέρουν την εκτίμηση πως, ίσως, το 30% με 35% της δημογραφικής δύναμής τους αναχώρησε εκποιώντας τις όποιες περιουσίες . Σύμφωνα με καταγραφές ρουμανικών διπλωματικών εγγράφων, μέχρι τα τέλη του 1929, 432 οικογένειες είχαν, ήδη, αναχωρήσει κι άλλες 147 είχαν εκφράσει την επιθυμία τους για συμμετοχή στην οργανωμένη μετανάστευση, ενώ στην περιοχή παρέμεναν 900 περίπου οικογένειες με, κυρίως, ελληνικά εθνικά αισθήματα.

Είναι σίγουρο πως αυτή η μεταναστευτική κίνηση δεν αποτέλεσε μια αυθόρμητη και βεβιασμένη εκδήλωση, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί πως ήταν προϊόν συστηματικών διώξεων από μέρους των ελληνικών αρχών. Αντιθέτως, υπήρξε παράγωγο μεθοδευμένων προσπαθειών διαφόρων ηγετικών στελεχών των ρουμανιζόντων, ιδιαίτερα, των περιοχών της Βέροιας και της Έδεσσας, οι οποίοι φέρονται να πρωτοστάτησαν Το θέμα άρχισε να συζητείται από το 1923 και πήρε πιο θεσμοθετημένη μορφή σε συνέλευση αυτών των προσώπων που οργανώθηκε στο ρουμανικό σχολείο της Βέροιας στις 30 Νοεμβρίου 192420 . Τα μέλη της επιτροπής, που εξέλεξε η συνέλευση, ανέλαβαν να έρθουν σε επαφή τόσο με τις ελληνικές όσο και με τις ρουμανικές κρατικές και διπλωματικές αρχές στην Αθήνα και το Βουκουρέστι με σκοπό την οργάνωση της μετανάστευσης και της αποκατάστασης στη Νότια Δοβρουτσά21 . Πρωταγωνιστικό ρόλο της όλης προσπάθειας φέρεται να ανέλαβε ο ρουμανοδάσκαλος Γεώργιος Τσέλιος από το Άνω Γραμματικό Έδεσσας, ο οποίος παρουσιάζεται ως αρχηγός μίας πρώτης αποστολής που ταξίδεψε μέχρι το Βουκουρέστι για διαπραγματεύσεις αν και παραμένει ενδεικτικό πως αρκετοί συγγενείς του δεν ακολούθησαν τη μεταναστευτική πορεία. Νέα συνέλευση έλαβε χώρα στη Βέροια στις 27 Δεκεμβρίου 1925 και εξέλεξε νέα επιτροπή. Ο αντιπρόεδρός της Στέργιος Χατζηγώγος από τη Βέροια, νεαρός δικηγόρος εγκατεστημένος στη Ρουμανία, επωμίστηκε την αντιπροσώπευση της επιτροπής για λογαριασμό όλων των ρουμανιζόντων της Κεντρικής Μακεδονίας. Μάλιστα, έγραψε και εξέδωσε, τότε, τευχίδιο περιγράφοντας τα τεκταινόμενα και τις προτάσεις για τη μετανάστευση και τον εποικισμό της Νότιας Δοβρουτσάς. Ωστόσο, σύμφωνα με αρχειακές πηγές, δεν έδρασε έχοντας ως μόνο σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των λιγότερο προνομιούχων. Είναι σίγουρο πως, παράλληλα, επεδίωκε συστηματικά την ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων, με σημαντικότερη την πώληση προς το ελληνικό δημόσιο των μεγάλων ιδιοκτησιών της οικογένειας Χατζηγώγου στη Δοβρά (Καλή Παναγιά), το Τουρκοχώρι (Πατρίδα), τον Αϊ-Γιάννη και την Τσαρκόβιανη (Μικρή Σάντα).

Εξάλλου, το ελληνικό δημόσιο είχε βρεθεί στην ανάγκη να εξαγοράσει το σύνολο των κτημάτων του Στενήμαχου (Χωροπάνι), όταν οι Αρβανιτόβλαχοι κάτοικοί του αναχώρησαν συλλογικά, όπως κι ένα μέρος των κτημάτων της ομάδας που αναχώρησε από την Κουμαριά (Ντόλιανη), έτσι ώστε να διευκολυνθούν και να επωφεληθούν τόσο οι μετανάστες όσο και οι πρόσφυγες. Στην περίπτωση της Κουμαριάς, οι κύκλοι των καιροσκόπων και κερδοσκόπων παρουσιάζονται να ήταν αυτοί που μεθόδευσαν την άφιξη μίας ομάδας προσφύγων στο χωριό με σκοπό να ασκηθούν πιέσεις σε αυτούς που επιθυμούσαν να παραμείνουν και στη συνέχεια να εξαναγκάσουν το ελληνικό δημόσιο να προβεί στην αγορά του συνόλου των περιουσιών και των κτημάτων του χωριού.

Στην πλειοψηφία τους οι μετανάστες, εκτός από τα φανατικά στελέχη της προπαγάνδας, ήταν εξαθλιωμένες οικογένειες ακτημόνων κτηνοτρόφων, απόκληρων των τσελιγκάτων που πίστευαν, αλλά μάλλον δεν επαληθεύτηκαν, πως στη Δοβρουτσά θα έβρισκαν τη Γη της Επαγγελίας. Το ανθρώπινο δράμα της διάσπασης των οικογενειών υπήρξε μεγάλο. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν άφησαν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα και συγγενείς που δεν είδαν ποτέ ξανά. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους μετανάστες υπήρχαν και οικογένειες που υπήρξαν παραδοσιακά ελληνόφρονες ή οικογένειες που δεν είχαν καμία συμμετοχή στη δράση της προπαγάνδας. Αποτελούσαν μέρος των, κατ’ εκτίμηση, 2.500 βλάχικων οικογενειών από την Ελλάδα που, την περίοδο του μεσοπολέμου, αναχώρησαν μέσω Θεσσαλονίκης και Καβάλας για το λιμάνι της Κωστάντζα στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ομάδες των Βεργιάνων Βλάχων ταξίδεψαν μαζί με ομάδες προερχόμενες από τους γειτονικούς αρβανιτοβλάχικους οικισμούς της Έδεσσας και τα βλαχοχώρια της περιοχής των Μογλενών και αποκαταστάθηκαν μαζί τους στις νέες τους εστίες.

Από τις αρχές του 1926, έφταναν πληροφορίες πως οι συνθήκες αποκατάστασης και διαβίωσης στη Νότια Δοβρουτσά δεν ήταν οι ιδανικότερες. Παρά τις υποσχέσεις, οι μετανάστες που είχαν, ήδη, αναχωρήσει δεν έλαβαν τις ενισχύσεις των 50.000 δραχμών ανά οικογένεια ως βοήθημα του ρουμανικού κράτους για την πρώτη εγκατάσταση, παρά μονάχα γη. Επιπλέον, έπρεπε να καταβάλλουν από ίδια μέσα το αντίτιμο των 1.500 δραχμών για το εισιτήριο και άλλες 1.000 δραχμές για τα έξοδα του ταξιδιού στα μέλη της επιτροπής, (Γ. Τσέλιος και λοιποί), που οργάνωνε τη μετανάστευση . Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες, τις ανάγκες προσαρμογής προς το νέο περιβάλλον και την αλλαγή βιοπορισμού που επιβαλλόταν, οι μετανάστες - έποικοι βρέθηκαν αντιμέτωποι και με ένα βουλγαρικό αντάρτικο. Η βουλγαρική αλυτρωτική κίνηση στην περιοχή επεδίωκε την παρενόχληση και αποτροπή της αποκατάστασης των εποίκων και εξελικτικά την επιστροφή των εδαφών στη Βουλγαρία. Αρκετοί επιχείρησαν να επιστρέψουν, όμως η επιστροφή ήταν πρακτικά αδύνατη λόγω των συμφωνιών, καθώς ένας από τους όρους επέβαλε την αυτόματη αφαίρεση της ελληνικής υπηκοότητας και τη διαγραφή τους από τα δημοτολόγια και τους στρατολογικούς καταλόγους σε αυτούς που έφευγαν οργανωμένα. Για μια περίοδο, μετά το 1929, η Ρουμανία ανέστειλε την αποδοχή περισσότερων μεταναστών. Σταδιακά και μέσα στη δεκαετία του `30, η οργανωμένη μεταναστευτική κίνηση περιορίστηκε κατά πολύ και τελικά σταμάτησε οριστικά. Εν τω μεταξύ, βελτιώθηκαν οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα και, παρά τη δημογραφική αφαίμαξη τους, οι Βεργιάνοι Βλάχοι προσάρμοσαν την οικονομία τους στις νέες συνθήκες.

Αν και με τη μεταναστευτική έξοδο φαίνεται πως έφυγαν από τη Βέροια και την περιοχή της αρκετοί από τους φανατικότερους οπαδούς της προπαγάνδας, οι εντάσεις δεν αποφεύχθηκαν ολοκληρωτικά. Άλλωστε, τα ρουμανικά σχολεία, οι εκκλησίες και οι κοινότητες συνέχισαν να λειτουργούν. Το 1932, η δολοφονία του στρατιώτη Μπουσουλέγκα, που είχε επιστρέψει στη Βέροια μετά τις σπουδές του στη Ρουμανία ώστε να υπηρετήσει τη θητεία του, η δίκη που ακολούθησε και η ένταση που δημιουργήθηκε παραλίγο να οδηγήσουν σε διπλωματικό επεισόδιο. Κατηγορούμενοι ήταν δύο ρουμανίζοντες, οι οποίοι φέρονταν να δολοφόνησαν το θύμα γιατί μιλούσε αρνητικά για τη μετανάστευση των Βλάχων στη Ρουμανία. Στη δίκη αυτή ακούστηκαν πολλά για την ιστορική εξέλιξη και τη δράση της προπαγάνδας. Ενδεικτική υπήρξε η πληροφορία πως η ρουμανική κοινότητα της Βέροιας επιχορηγούταν με το τεράστιο, για τα δεδομένα της εποχής, ποσό των 40.000.000 λέι. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, οι δύο χώρες ήταν αποφασισμένες να αποφύγουν οποιουσδήποτε σκοπέλους στις σχέσεις τους και τα γεγονότα της δίκης γρήγορα ξεχάστηκαν.
 .
Το κακό για αυτούς που μετανάστευσαν ήταν πως δε ρίζωσαν οριστικά στις νέες τους εστίες. Το 1940, με τη Συνθήκη της Κραϊόβας που προώθησε και επέβαλε η ναζιστική Γερμανία, η Ρουμανία υποχρεώθηκε να επιστρέψει τη Νότια Δοβρουτσά στη Βουλγαρία και οι Βλάχοι μετανάστες - έποικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και πάλι, κατευθυνόμενοι, κυρίως, στη Βόρεια Δοβρουτσά, καθώς αποτέλεσαν μέρος μίας συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Πολλοί φέρονται να εγκαταστάθηκαν στο κενό που άφησαν όχι μόνο Βούλγαροι ανταλλάξιμοι αλλά και Γερμανοί της Δοβρουτσάς, οι οποίοι, την ίδια περίοδο, αναχώρησαν μαζικά και οργανωμένα για τη Γερμανία, ακολουθώντας ευρύτερα προγράμματα παλιννόστησης και εποικισμού γερμανικών πληθυσμών από την Ανατολική Ευρώπη. Οι περισσότεροι από τους Βλάχους μετανάστες από την περιοχή της Βέροιας συγκεντρώθηκαν, τότε, στην Κωστάντζα και μικρότερους οικισμούς γύρω από αυτή κι άλλοι σκόρπισαν ανά τη ρουμανική επικράτεια. Τα τοπικά γεγονότα στα χρόνια της Κατοχής σηματοδότησαν με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο το κλείσιμο της αυλαίας όμως βρίσκονται έξω από τα χρονικά όρια της παρούσας μελέτης.

Πηγή και Βιβλιογραφικές αναφορές: vlachs.gr
Βίντεο: verianet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.