Ἐφημερὶς «Ἠχὼ τῶν Ἀθηνῶν», 1892
Ὅλο τὸ χειμῶνα ὁ Πίνδος μένει βουβός, ἥσυχος δὲν ἀκούγεται καθόλου. Νομίζει κανείς, πὼς κοιμᾶται κάτω ἀπ’ τὸ παχὺ κάτασπρο πάπλωμα τῶν χιονιῶν, βυθισμένος σ’ ἕναν ὕπνο ὁλοκλήρων μηνῶν.
Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν, ποὺ οἱ μισοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους στὰ χειμαδιά. Ἀπ’ ὅσους μένουν ἐκεῖ, οἱ ἄνδρες, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμμιὰ δουλεια πάνω στὶς ἄγονες κορυφὲς του, ξενιτεύονται σὲ χῶρες μακρινὲς, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς.
Μένουν λοιπὸν ἐκεῖ μερικοὶ γέροντες, ἀπόστρατοι τῆς βιοτικῆς πάλης, ποὺ ταράσσουν μὲ τὶς πολύλογες συζητήσεις των τὴ μονο- τονη ἐρημιὰ τῶν μεσοχωριῶν καὶ τὴ σιγαλιὰ τῶν χαγιατὶῶν τῆς κάθε ἐκκλησιᾶς, καθὼς καὶ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ κοπέλλες.
Αὐτὲς κάθονται κλεισμένες μέσα στὰ σπίτια τους, γνέθουν τὰ μάλλινα ὑφάσματά τους, λένε τὴ νύχτα παραμύθια γῦρο ἀπ’ τὴ φωτιὰ καὶ στὸν ὕπνο τους ὀνειρεύονται τὸ γυρισμὸ τῶν καλῶν των.
Ὥσπου ἔρχεται ἡ ἄνοιξι... Ὥσπου πλησιάζει τὸ Πάσχα, ἡ χαριτωμένη Λαμπρή...
Τότε παύουν οἱ μπόρες κι οἱ κακοκαιριές. Ὁ οὐρανὸς ἀλαφρώνεται άπ’ τὰ πυκνὰ σύγνεφα καὶ τὸ πλάτος του ἀνοίγεται καθαρό, καταγάλανο. Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει στὸν ὁρίζοντα θερμὸς καὶ ζωογόνος. Λειώνουν τὰ χιόνια στὰ χαμηλώματα τοῦ Πίνδου, καὶ τὰ νερά σχηματίζουν μεγάλα, θολὰ κι ὁρμητικὰ ρέμματα.
Στὰ σπλάχνα τῆς γῆς ξυπνᾷ τὸ μικρὸ χόρτο καὶ φουντώνει τὸ λουλουδάκι ἀπὸ τὰ ζεστὰ τοῦ ἥλιου φιλιά. Μόνον οἱ κορυφὲς λαμποκοποῦν ἀκόμα κατάλευκες καὶ παγωμένες.
Τότε ἀρχίζει νὰ ξυπνᾷ κι ὁ Πίνδος. Ἡ καρδιά του πυρώνεται καὶ ξεπαγών’ ἡ φωνή του. Οἱ γέροντες τῶν χωριῶν του κατεβαίνουν συχνότερα στὰ μεσοχώρια καὶ στὰ χαγιάτια τῶν ἐκκλησιῶν, τὰ πρόσωπά τους παίρνουν φαιδρὴ ὄψι κι οἱ συζητήσεις τους ζωηρότερο ὕφος.
Οἱ γυναῖκες κι οἱ κοπέλλες δὲν κλείνουν πιὰ ὁρμητικὰ τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν. Παρατοῦν κάπου - κάπου τὸ μελαγχολικὸ ἀργαλειὸ καὶ πιάνουν τ’ ἀνοιχτὰ λιακωτά, μὲ τὴ ρόκα στὴ μασχάλη καὶ μὲ τὸ τραγούδι στὰ χείλη τους, τὸ τραγούδι τῆς ἐλπίδας, τοῦ γυρισμοῦ τῶν ξενιτεμμένων τους.
Κι αὐτοί, ἀφοῦ γεμίσουν τὰ πορτοφόλια τους μὲ παρᾶδες,ἀφήνουν πιὰ τὴν ξενιτειὰ καὶ ξεκινᾶνε γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὸ σπίτι τους, γιὰ τὸν Πίνδο,
- Μέρες Λαμπριάτικες... θὰ γυρίσω τώρα στὸν τόπο μου, λέει χαρούμενο κάθε ξενιτεμμένο παιδὶ τοῦ Πίνδου.